Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Μια περίεργη άλφα-βήτα....


Α ισθάνεσαι- πολλά, λίγα, ή τίποτα

Βυθίζεσαι- εθελοντικά

Γελάς- δυνατά

Δακρύζεις- φανερά

Επιμένεις- υστερικά

Ζεις- ειδικά...

Ηρεμείς- μοναχικά

Θέλεις- πολλά

Ικετεύεις- μάταια

Κλαις- παιδικά

Λάμπεις- από χαρά

Μετανιώνεις- για όσα δεν τολμάς

Νιώθεις- και αγαπάς

Ξεπερνάς- και προχωράς

Ονειρεύεσαι- με τα μάτια ανοιχτά

Περιμένεις- καρτερικά

Ρωτάς- διστακτικά

Σβήνεις- γρήγορα..

Τρέμεις- μη...

Υποψιάζεσαι- ότι...μήπως...

Φοβάσαι- μη...

Χαμογελάς- γιατί....

Ψεύδεσαι- γιατί...

Ωραία είσαι τελικά βρε... Μέτρα, πόσα σου πάνε απ' αυτά. Και πόσα θέλεις να αλλάξεις... Η άλφα βήτα φτιάχνεται...Όπως τη βλέπει κανείς...
Σε σκέφτομαι...Καληνύχτα...

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Ένα σύντομο παραμύθι...


Έζησαν κάποτε δύο μπαλόνια. Τα φούσκωσε κάποτε ένα 6χρονο αγόρι και τα άφησε στο μικρό του δωμάτιο. Τα δυο αυτά μπαλόνια ζουν τόσο λίγο, μέχρι να ξεφουσκώσουν. Όλη τους η ζωή είναι τόσο μικρή. Το ένα είναι μοβ και το άλλο πράσινο. Πρώτα ο μικρός φούσκωσε το μοβ και μετά το πράσινο. Τα άφησε χώρια. Το ένα στη μιαν άκρη του δωματίου και το άλλο στην άλλη. Σιγά σιγά όμως, και αφου πέρασαν δύο μέρες, ο αέρας έφερε στο οπτικό πεδίο του μοβ μπαλονιού το πράσινο μπαλόνι. Χαμογέλασε. Πλησιάσε. "Πώς σε λένε;" Ρώτησε. Το πράσινο μπαλόνι μάλλον ντράπηκε και γύρισε την πλάτη. "Εντάξει" είπε το μοβ μπαλόνι. "Εγώ θα σε ονομάσω ΄Φίλο', κάπως πρέπει να σε φωνάζω". Πέρασαν ώρες, το πράσινο μπαλόνι δεν έδινε σημασία στο μοβ. Το μοβ προσπαθούσε να του μιλήσει. Εξ' άλλου, μόνο ήταν κι αυτό. "Είναι τόσο μικρή η ζωή μας", ξεστόμισε ένα βράδυ το μοβ μπαλόνι. "Λες και δεν ξέρεις ότι σε λίγες μέρες θα ξεφουσκώσουμε". Το πράσινο πάλι δε μίλησε. Γύρισε όμως, κοίταξε το άλλο στα μάτια και χαμογέλασε. Εκείνη η νύχτα ήταν ξεχωριστή. Την πέρασαν παρέα. Ήταν τόσο σύντομη νύχτα... Από τότε ήρθαν κοντά. Μιλούσαν ώρες, έλεγαν αστεία, ανέκδοτα, ποιήματα, έλεγαν για το παιδί που τους έδωσε ζωή...
Σ'αγαπάω, ψέλλισε μια μέρα το πράσινο μπαλόνι."Θέλω να σε φιλήσω. Ξέρω όμως τι κόστος έχει. Αν σε φιλήσω, θα χάσεις τη μισή σου ζωή. Θα γίνεις μισός. Και θα πεθάνεις πολύ πιο σύντομα από μένα. Και τότε εγώ, που με ονόμασες φίλο, θα ζήσω την υπόλοιπη μισή ζωή μου μόνο. Θέλω όμως τόσο πολύ, αλλά περισσότερο θέλω να ζήσεις". Τότε το μοβ μπαλόνι θυμήθηκε ότι κάποτε ένιωσε κι αυτό την ανάγκη να φιλήσει ένα μπαλόνι. Ένα άλλο, ένα κόκκινο. Τότε για πρώτη φορά το μοβ δεν απάντησε... Το πράσινο περόμενε μέρες απάντηση. Στο τέλος κατάλαβε πως το μοβ από τη στιγμή εκείνη που του είπε για το φιλί, είχε απομακρυνθει.
"Τί έχεις;", το ρώτησε.
"Πονάω", απάντησε. "Αγαπούσα και γω κάποτε ένα κόκκινο μπαλόνι. Ήταν τόσο όμορφο...Ζήτησα τότε και γω να το φιλήσω. Δε μ' ένοιαζε που θα χανόταν η ζωή. Για μένα η ζωή όλη, ήταν εκείνη η στιγμή".
"Και; Το φίλησες;" ρώτησε λυπημένο το πράσινο μπαλόνι.
"Όχι" απάντησε το μοβ. "Το είδα μια μέρα να το αγκαλιάζει ένα άσπρο, εντυπωσιακό μπαλόνι. Να το φιλάει...και να μένει μισό. Και τότε, φίλησε και εκείνο το άσπρο και έμεινε κι αυτό μισό...Το επανέλαβαν ακόμη μια φορά. Και ξεφούσκωσαν. Μαζί". Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Σιγά σιγά άρχισε να ξεφουσκώνει. Από τότε, όταν το πράσινο μπαλόνι έβλεπε το μοβ να μην είναι καλά, πήγαινε και το χαίδευε. Δεν ήθελε να το φιλήσει. Σεβόταν την επιθυμία του.
Ώσπου έφτασε η ώρα να ξεφουσκώσει στην αγκαλιά του. Τότε το πράσινο μπαλόνι έκλαψε πολύ... Είχε μείνει και κείνο μισό. Κράτησε το άψυχο σώμα του αγαπημένου του και το φίλησε. Τόσο δυνατά, που έγινε κι αυτό ένα μαζί του.
Το άλλο πρωί, τα βρήκε το μικρό αγόρι και τα πήρε στα χέρια του. "Κρίμα", είπε. "Δεν πρόλαβα να παίξουμε. Τώρα κι όλας θα φουσκώσω δύο άλλα. Ίδια....".

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Η αληθινή μου μύτη...

Ένα κόκκινο όνειρο...

Είδα, που λες, ένα όνειρο, ήρθε τρέχοντας ένα κρύο πρωινό και μου είπε… Τον είδα στ’ όνειρό μου. Ήρθε, λέει, να μείνουμε μαζί. Άνοιξε η πόρτα και μου χαμογέλασε. Λίγο πριν, είχα δει τα ρούχα του απλωμένα στο μπάνιο μου. Μαύρα. Αυτό θυμάμαι μόνο. Καθίσαμε, μου έβγαλε την κάρτα του κινητού του από την τσέπη και μου πε: «Για μένα δεν υπάρχει κανείς εκτός από σένα, δε θα φοβάσαι πια…» και με φίλησε. Ακούμπησα το κεφάλι στο υπερυψωμένο μπράτσο του καναπέ. Χαμογελούσε. Στο χαμόγελο του όμως παρατήρησα κάτι άσχημο…στην οδοντοστοιχία του.. Το παράβλεψα. Ήμουν μουδιασμένη. Σε λίγο, έφερε το σώμα του πιο κοντά μου… Τον ένιωσα πάνω μου…Τότε, το δικό μου σώμα γέμισε αίμα. Έτρεχε και λερώθηκε το μπεζ πανί. Εκείνος δεν είχε προλάβει να το δει. Ξάπλωσα πάνω και το έκρυψα. Εξ’ άλλου…ήταν τόσο όμορφο για να το χαλάσω…

Τα μάτια της ήταν κόκκινα. Μιλούσε μ’ έναν τρόπο σαν να ήθελε να αρπάξει το όνειρο. Τι να της έλεγα? Της είπα ότι στη ζωή θα δεις πολλά ακόμη τέτοια ονειράκια, που θα πετάγεσαι στο τέλος με  πρησμένα μάτια και μελαγχολική διάθεση. Θα κρατάνε…μμμμ…θα κρατάνε όσο ένα ουράνιο τόξο…(Πάντα της άρεσαν οι παρομοιώσεις, τα καταλάβαινε καλύτερα). Μετά, θα σβήνονται απ’ την ψυχή σου, όπως εκείνο απ’ τον ουρανό. Να ξέρεις… το κόκκινο είναι γρήγορο…

Κι έφυγε… Δεν την είδα τόσο λυπημένη όσο χθες. Ίσως το γρήγορο που της είπα? Το όνειρο? Πώς να της έλεγα ότι αυτά τα όνειρα είναι προιόντα του υποσυνείδητου… Πως αυτό που θέλεις πολύ καμιά φορά σου εμφανίζεται τόσο απλόχερα, αλλά κρατά μόνο δευτερόλεπτα… Πώς να της έλεγα ότι δε θα ξανάρθει? Δεν πρόλαβα να της πω ούτε να μην το γράψει στο χαρτί της. Όπως συνηθίζει… Αν το κάνει…το ουράνιο τόξο θα μείνει αποτυπωμένο εκεί για χρόνια…Και τα χρώματά του…δεν της πάνε…

Αγαπώ τους κλόουν....


"Θυμάσαι ένα χειμωνιάτικο πρωινό, που ήρθα και σε ξύπνησα χωρίς να με περιμένεις; Σε πήρα από το χέρι και περπατήσαμε στους δρόμους, μέσα στο κρύο και στη βροχή. Δεν κάναμε τίποτα σπουδαίο. Δε λύσαμε κανένα πρόβλημα του κόσμου. Κρατιόμαστε χέρι χέρι, λέγαμε ό,τι μας ερχόταν στο κεφάλι και γελούσαμε. Δε σου είπα ποτέ πόσο είχα ανάγκη εκείνη την ημέρα να σε δω. Πως δεν άντεχα να κουβαλήσω ως το βράδυ την ψυχή μου. Δε σου είπα ποτέ πόσο μου 'χες λείψει".
Δε σου 'πα ούτε καν πόσο όμορφος ήσουν. Χωρίς να ντυθείς...Έτσι απλά. Με το μαύρο σου μπουφάν. Και το σκουφάκι. Ξέρεις, αυτός είναι ο νέος μου χώρος. Αυτός που σχεδιάσαμε εκείνο το βράδυ να φτιάξουμε μαζί. Να νιώθουμε, να ζούμε... Να γράφουμε στον τοίχο του ο ένας για τον άλλο. Σου το πρότεινα, λίγο πριν φτάσουμε στις ομπρέλες. Θυμάσαι; Ένας τοίχος όλος δικός μας. Να ξεκινήσει λευκός...και με μαύρο μαρκαδόρο κάποια στιγμή να γεμίσει...Όχι με κόκκινο...Φοβάμαι το κόκκινο, ίσως περισσότερο και από το μαύρο. Βλέπεις...Μαύρο ήταν το σκουφάκι σου...Μαύρο είχε το πρόσωπό σου, όχι κόκκινο. Σου πα, το φοβάμαι. Είχα σχεδιάσει και τι θα γράψω πρώτα, με τι γράμματα. Γράμματα στρογγυλά, τα καλά μου, πλάγια, κάπου επάνω αριστερά στον τοίχο : "Να είσαι για πάντα καλά. Θα σε κάνω να γελάς. Πάντα να γελάς. Θα 'σαι ο κλόουν μου. Θα σε μασκαρεύω κάθε φορά μ' άλλα χρώματα και περούκες! Τι όμορφος που θα σαι..."
Πέρασε καιρός από τότε..Ο τοίχος μας περίμενε...κενός να τον ζωγραφίσουμε. Δεν πήγαμε..Ούτε μαζί...Ούτε μόνοι...Το σημείωμα στον τοίχο το έγραψα σ' ένα χαρτάκι και το πέταξα τυλιγμένο με μια μαύρη κορδελίτσα στη θάλασσα. Στο ίδιο σημείο που σκέφτηκα το τί θα σου γράψω. Έκανε κύκλους στην αρχή... Γύριζε πίσω και απομακρυνόταν. Ξανά...και ξανά.. Το χάζευα ώρα πολλή... Τα μάτια μου γέμισαν θάλασσα. Η κορδέλα έγινε ένα μαζί της. Ήταν σκουρόχρωμη. Το άσπρο χαρτάκι άρχισε να βουλιάζει... Δε σου πα ποτέ πως τ' όνειρό μου ήταν να γίνεις ο κλόουν μου... Ίσως το χαρτάκι το βρεις κάποια νύχτα σε κάποια άλλη παραλία...Με τα χρόνια...Δε χάνονται αυτά τα χαρτάκια...Ξαναγυρνάνε. Μπορεί ο αποστολέας να είναι διαφορετικός, αλλά ξαναγυρνάνε... Και που ξέρεις..., ακόμα κι έτσι....Ίσως ο κλόουν μου κάποτε ζήσει....

(Υ.Σ. Ο κλόουν φοράει πάντα μαύρο σκουφάκι...)

Σου είπα, έλα να σε δω, που σε πεθύμησα.

Και φόρεσες ρούχα φανταχτερά, κρέμασες λιλιά,

στολίστηκες φτερά... Σαν κλόουν έμοιαζες.

Τίποτα δεν ήταν στο νούμερό σου.

Κι εγώ που σε είχα ονειρευτεί

με το μακό τριμμένο μπλουζάκι σου.....

Αλκυόνη Παπαδάκη

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009